Θεοδοσία

Θεοδόσιος

Θεοδότας
Θεοδόσιος, ου () Théodosios, h. A. Pl. 42 ||
E Par contr. att. Θουδόσιος, CIA. 2, 835, c-l, 58 (320/317 av. J.-C.) v. Meisterh. p. 57, § 26, 1. Dor. Θευδόσιος, Anth. 9, 682, etc.
Étym. θεόδοτος.