Θεοδότη

Θεοδότης

Θεοδότιος
Θεοδότης, ου () Théodotès, h. Plat. Ep. 318c, 320e, 348b ||
E Dor. -ας, Luc. Zeux. 9, Cal. 2.
Étym. θ. δίδωμι.