Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
θεογαμία
Θεογείτων
θεογενής
Θεο·γείτων,
ονος
(
ὁ
) Théogeitôn,
h.
Dém.
324, 16
.
Étym.
θ. γείτων
.