θερμώδης

Θερμώδων

Θερμώδωσα
Θερμώδων, οντος () Thermôdôn, fl. :
1 de Béotie, Hdt. 4, 110 ; 9, 43 ||
2 de Cappadoce, Hdt. 2, 104 ; 4, 86 : 9, 27 ; Eschl. Pr. 725.