Θεσπιάς

Θεσπιᾶσιν

θεσπιδαής
Θεσπιᾶσιν, adv. à Thespies., Isocr. 14, 13 Baiter-Sauppe ||
E Θεσπιάσιν [] Anth. 6, 260.
Étym. Θεσπιαί.