Θεσσαλιῆτις

Θεσσαλικός

Θεσσαλικῶς
Θεσσαλικός, att. Θετταλικός, ή, όν [] de Thessalie, Thessalien, Hdt. 7, 128 ; Soph. fr. 843, etc. ||
E Att. Θετταλικός, Plat. Pol. 264c ; Ar. fr. 413, etc.
Étym. Θεσσαλία.