Θεσσάλιος

Θεσσαλίς

Θεσσαλιῶτις
Θεσσαλίς, att. Θετταλίς, ίδος [] adj. f. c. le préc. Soph. O.R. 314 ; Eur. Alc. 332 ||
E Att. Θετταλίς, Plat. Gorg. 513a.