Θεστόρειος μάντις

Θεστορίδης

Θεστυλίς
Θεστορίδης, ου () fils de Thestôr, c. à d. Kalkhas (Calchas) Il. 1, 69 ; ou Alkmaôn, Il. 12, 394 ||
E Voc. -ίδη, Hom. Ep. 5.
Étym. patr. de Θέστωρ.