Θρασυμηλίδας

Θρασύμηλος

θρασύμητις
Θρασύ·μηλος, ου () [ᾰῠ] Thrasymèlos, h. Il. 16, 463, var. p. Θρασύδημος.
Étym. θρ. μῆλον.