θώραξ

Θώραξ

θωρηκοφόρος
Θώραξ, ακος () [ᾱκ] Thôrax, h. Pd. P. 10, 100 ; Xén. Hell. 2, 1, 18, 28, etc. ||
E Ion. Θώρηξ, Hdt. 9, 1, 58.