Τίγρης

Τίγρις

τίγρις
Τίγρις, ιδος, ιδι, ιδα, () c. le préc. Str. 521, 522, etc. ||
E Gén. Τίγριος, Str. 521, 522, etc. ; ion. ιος, ι, ιν, Hdt. 1, 189 ; 5, 52 ; Τίγρεως, DS. 17, 55, etc.