Τιμοδαμίδαι

Τιμόδημος

Τιμοθέα
Τιμό·δημος, ου () [] Timodèmos, h. Dém. 953, 17, etc. ; Plut. Tim. 3, etc. ||
E Dor. Τιμόδαμος [] Pd. N. 2, 14.
Étym. τιμή, δῆμος.