Τιμόκριτος

Τιμόλαος

Τιμολεόντειον
Τιμό·λαος, ου () [ῑᾱ] Timolaos, h. Xén. Hell. 3, 5, 1, etc. ; Dém. 241, 26, etc. ||
E Dor. Τιμόλας, Dém. 324, 15.
Étym. τιμή, λαός.