τιμοῦχος

Τιμοφάνης

Τιμοχάρης
Τιμο·φάνης, ους () [ῑᾰ] Timophanès, h. Arstt. Pol. 5, 3, 3 ; 5, 5, 9 ; Plut. Tim. 3, 4.
Étym. τ. φαίνω.