τῖμος

Τιμοσθένης

Τιμόστρατος
Τιμο·σθένης, ους () [] Timosthénès, h. Pd. O. 8, 15 ; Dém. 1193, 8, etc. ||
E Voc. Τιμόσθενες, Pd. l. c. ; acc. Τιμοσθένη, Anth. 7, 722.
Étym. τιμή, σθένος.