Τιμοξένα

Τιμόξενος

τῖμος
Τιμό·ξενος, ου () [] Timoxénos, h. Thc. 2, 33 ; Dém. 934, 28, etc. ||
E Ion. Τιμόξεινος, Hdt. 8, 128.
Étym. τιμή, ξένος.