Τριόπας

Τριόπειος

Τριοπίδης
Τριόπειος, α, ον, de Triopas ou Triope, Anth. App. 50, 6 ||
E Fém. -ος, Anth. App. 50, 39.
Étym. Τρίοψ ; cf. Τριόπας.