Τριταία

Τριταιεῖς

τριταΐζω
Τριταιεῖς, έων (οἱ)
1 habitants de Tritæa (Τριταία). Hdt. 1, 145 ; Plut. Cleom. 16 ; au sg. Τριταιεύς, Plut. Arat. 11, etc. ||
2 habitants de Tritées (Τριτέαι) Thc. 3, 101 dout. ||
E Ion. Τριταιέες, Hdt. l. c.