Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τριτογενής
Τριτογενής
τριτοκέω-ῶ
Τριτο·γενής,
οῦς
(
ἡ
) [
ῑ
]
c.
Τριτογένεια,
Hh.
28, 4 ;
Oracl.
(
Hdt.
7, 141
);
Ar.
Eq.
1189
||
E
Acc.
-ῆ,
Hh.
l. c.