Τροιζηνία

Τροιζήνιος

Τροιζηνίς
Τροιζήνιος, att. Τροζήνιος, α, ον, de Trœzène, Thc. 4, 45, 118 ; Eur. Hipp. 12, etc. ; οἱ Τροιζήνιοι, Hdt. 7, 99, etc. ; Thc. 1, 27, etc. les habitants de Trœzène ||
E Dans les inscr. att. seul. Τροζήνιος, CIA. 2, add. 834 c, 57 (317/307 av. J.-C.) etc. ; v. Meisterh. p. 19, 14,.
Étym. Τροιζήν.