τυρίον

Τύριος

τυρίσκος
Τύριος, α, ον [] de Tyr, tyrien, Hdt. 2, 161, etc. ; Eschl. Pers. 963, etc. ; Eur. Ph. 639, etc. ; οἱ Τύριοι, Hdt. 2, 112 ; Arstt. Œc. 2, etc. les Tyriens.
Étym. Τύρος.