τηλέμαχος

Τηλέμαχος

Τηλέμϐροτος
Τηλέ·μαχος, ου () [] Tèlémakhos (Télémaque) fils d’Ulysse, Od. 1, 215, etc. ||
E Gén. épq. Τηλεμάχοιο, Od. 2, 301, 409, etc.
Étym. v. le préc.