τηλέφαντος

Τηλεφίδης

τηλέφιλον
Τηλεφίδης, ου () [] le fils de Tèléphos, c. à d. Eurypylos, Od. 11, 519, etc. ||
E Gén. épq. -αο, Q. Sm. 6, 406, etc.
Étym. patr. de Τήλεφος.