ξεναγία

Ξεναγόρας

ξεναγός
Ξεν·αγόρας, ου () [ᾰᾱ] Xénagoras, h. El. V.H. 12, 26, etc. ||
E Ion. Ξειναγόρης, Hdt. 9, 107.
Étym. ξένος, ἀγορεύω.