ζεφυρῖτις

Ζεφυρῖτις Ἀφροδίτη

ζέφυρος
Ζεφυρῖτις Ἀφροδίτη () [ῠῑῐ] Aphroditè de Zéphyrion (Ζεφύριον) promont. de Cyrénaïque, Call. Ep. 5.