Ζευξίδας

Ζευξίδημος

ζευξίλεως
Ζευξί·δημος, ου () [] Zeuxidèmos, h. Hdt. 6, 71 ||
E Dor. Ζευξίδαμος [] Thc. 2, 47.
Étym. ζεύγνυμι, δῆμος.