ζευξίλεως

Ζεύξιππος

ζεῦξις
Ζεύξ·ιππος, ου () Zeuxippos, h. Xén. Hell. 2, 3, 10 ; Plat. Prot. 318b.
Étym. ζεύγνυμι, ἵππος.