ἀδαμαντίνως

ἀδαμαντόδετος

ἀδαμαντοπέδιλος
ἀδαμαντό·δετος, ος, ον [ᾰδᾰ] enfermé dans des liens d’acier, Eschl. Pr. 148, 426 (ἀδάμας, δέω 1).