ἀδιαϐλήτως

ἀδιάϐολος

ἀδιάγλυφος
ἀ·διάϐολος, ος, ον, non calomnié ou qui ne calomnie pas, Stob. Ecl. 2, 240.
Étym. ἀ, διαϐάλλω.