Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀδιακρίτως
ἀδιάλειπτος
ἀδιαλείπτως
ἀ·διάλειπτος,
ος, ον,
non interrompu,
T. Locr.
98
e
;
NT.
Rom.
9, 2
.
Étym.
ἀ, διαλείπω
.