Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀδιαληψία
ἀδιάλλακτος
ἀδιαλλάκτως
ἀ·διάλλακτος,
ος, ον,
irréconciliable,
Dém.
1472, 23 ;
Plut.
Syll.
25
.
Étym.
ἀ, διαλλάσσω
.