ἀδιαλλάκτως

ἀδιάλυτος

ἀδιαλύτως
ἀ·διάλυτος, ος, ον []
1 indissoluble, Plat. Phæd. 80b ; DH. 6, 7 ||
2 indémontable (machine) Héron.
Étym. ἀ, διαλύω.