ἀδιανέμητος

ἀδιανόητος

ἀδιανοήτως
ἀ·διανόητος, ος, ον :
1 pass. inintelligible, inconcevable, Plat. Soph. 238c ; DL. 10, 47 ||
2 act. inintelligent, Arstt. fr. 77 ||
Cp. -ότερος, Arstt. l. c.
Étym. ἀ, διανοέω.