Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀδιάξεστος
ἀδιάπαυστος
ἀδιαπαύστως
ἀ·διάπαυστος,
ος, ον,
incessant, continuel,
Pol.
4, 39, 10
.
Étym.
ἀ, διαπαύω
.