ἀδιαφόρως

ἀδιάφρακτος

ἀδιαφράκτως
ἀ·διάφρακτος, ος, ον, sans séparation, sans articulation, Th. H.P. 1, 5, 3, etc.
Étym. ἀ, διαφράσσω.