ἀδιαπαύστως

ἀδιάπλαστος

ἀδιαπνευστέω-ῶ
ἀ·διάπλαστος, ος, ον, non encore façonné, informe, Plat. Tim. 91d.
Étym. ἀ, διαπλάσσω.