Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιάπταιστος
ἀ·διαπόνητος,
ος, ον,
difficile à digérer, indigeste,
Ath.
402
d
.
Étym.
ἀ, διαπονέω
.