ἀδιαπτώτως

ἀδιάρθρωτος

ἀδιαρθρώτως
ἀ·διάρθρωτος, ος, ον :
1 non articulé, sans articulations, Arstt. H.A. 2, 1, 5 ||
2 inarticulé, confus, inintelligible, Plut. M. 378c ||
Cp. -ότερος, Arstt. l. c.
Étym. ἀ, διαρθρόω.