Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀδιάσειστος
ἀδιασκέπτως
ἀδιάσκευος
ἀ·διασκέπτως,
adv.
sans examen,
En. tact.
Pol.
20, 5
.
Étym.
ἀ, διασκέπτομαι
.