ἀδιάσκευος

ἀδιάσπαστος

ἀδιασπάστως
ἀ·διάσπαστος, ος, ον, non séparé, non interrompu, Xén. Ages. 1, 14 ; Pol. 1, 34, 5.
Étym. ἀ, διασπάω.