Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀδιάσχιστος
ἀδιάσωστος
ἀδιάτακτος
ἀ·διάσωστος,
ος, ον,
non préservé,
Ptol.
Tetr.
49
.
Étym.
ἀ, διασῴζω
.