ἀδιάδραστος

ἀδιάζευκτος

ἀδιάθετος
ἀ·διάζευκτος, ος, ον, qu’on ne peut disjoindre, Corn. 14 ; Procl. Plat. Parm. 603 Stallb.
Étym. ἀ, διαζεύγνυμι.