ἀδιδάκτως

ἀδιεξέργαστος

ἀδιεξέταστος
ἀ·διεξέργαστος, ος, ον, qu’on ne peut parvenir à débrouiller, Isocr. 104 c.
Étym. ἀ, διεξεργάζομαι.