ἀδικότροπος

ἀδικόχειρ

ἀδικοχρήματος
ἀδικό·χειρ, ειρος (ὁ, ἡ) [ᾰῐ] à la main criminelle, Soph. fr. 803.
Étym. ἄδ. χείρ.