ἀδικομήχανος

ἀδικοπραγέω-ῶ

ἀδικοπράγημα
ἀδικοπραγέω-ῶ [ᾰῐᾱ] agir injustement, Plut. M. 501a ; Phil. 2, 329.
Étym. *ἀδικοπραγής.