Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀδίοπος
ἀδιοργάνωτος
ἀδιόρθωτος
ἀ·διοργάνωτος,
ος, ον
[
γᾰ
] muni d’organes insuffisants,
Jambl.
V. Pyth.
17
.
Étym.
ἀ, διοργανόω
.