ἀδιοριστία

ἀδιόριστος

ἀδιορίστως
ἀ·διόριστος, ος, ον, indéfini, Arstt. Nic. 9, 5 ||
Cp. -ότερος, Arstt. G.A. 2, 6.
Étym. ἀ, διορίζω.