ἀδιευκρίνητος

ἀδιήγητος

ἀδικαίαρχος
ἀ·διήγητος, ος, ον :
1 qu’un ne peut raconter, indescriptible, Xén. Cyr. 8, 7, 22 ; Dém. 219 fin ||
2 non encore raconté, Hld. 2, 16.
Étym. ἀ, διηγέομαι.