ἀδολεσχικός

ἀδόλεσχος

ἀδολέσχως
ἀδό·λεσχος, ος, ον [] réc. c. ἀδολέσχης :
1 déraisonnable, Sext. 631 Bkk. ||
2 bavard, Plut. M. 502c ; Anth. App. 236.