Ἀδραμύτης

ἀδράνεια

ἀδράνεος
ἀδράνεια, ας () [ᾰν] faiblesse, Hdn 2, 10, 17 ||
E Ion. épq. -νίη, A. Rh. 2, 200.
Étym. ἀδρανής.